περιπόλους

περιπόλους
περίπολος
going the rounds
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”